- λεκίθου
- λέκιθοςgruelmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεγαλεκιθικός — ή, ό βιολ. αυτός που περιέχει μεγάλη ποσότητα λεκίθου («μεγαλεκιθικά αβγά» τα αβγά που περιέχουν μεγάλες ποσότητες λεκίθου, που είναι συγκεντρωμένη στον φυτικό πόλο, ενώ το πρώιμο έμβρυο βρίσκεται στον ζωικό πόλο) … Dictionary of Greek
έμβρυο — Κάθε ζωικός οργανισμός στα στάδια ανάπτυξής του από το ζυγωτό (γονιμοποιημένο ωάριο) έως την απελευθέρωσή του στο περιβάλλον (μέσω εκκόλαψης ή τοκετού). Ειδικότερα έ. ονομάζεται ο οργανισμός έως το στάδιο της ολοκλήρωσης της ιστογένεσης, η οποία… … Dictionary of Greek
αβγό — (γράφεται και αυγό). Ο τύπος α. προέρχεται από το μεσαιωνικό αβγόν και αυτό από το αρχαίο ωόν.Ο Γ. Χατζηδάκις αναφέρει σχετικά με τις φωνητικές εξελίξεις του νεότερου από το αρχαίο, τα εξής: από τον πληθυντικό του αρχαίου τα ωά προκύπτει ο τύπος… … Dictionary of Greek
αλεκιθικός — ή, ό 1. λέγεται για τα ωάρια που δεν περιέχουν ή περιέχουν ελάχιστη ποσότητα λεκίθου* 2. αυτός που δεν περιέχει πολλές θρεπτικές ουσίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + λεκιθικός* πρβλ. αγγλ. alecithal ή alecithic] … Dictionary of Greek
ανισότροπος — η, ο 1. αυτός που εμφανίζει ανισοτροπία 2. «ανισότροπα αβγά» με άνιση κατανομή της λεκίθου στους δύο πόλους … Dictionary of Greek
εμβρυολογία — Επιστήμη που μελετά την ανάπτυξη των οργανισμών, από τις πρώτες διαιρέσεις του ζυγωτού έως την ολοκλήρωση του σχηματισμού των οργάνων του ατόμου. Οι μέθοδοι που ακολουθεί είναι περιγραφικές (ε. των φυτών· ε. των ζώων· ε. του ανθρώπου),… … Dictionary of Greek
μακρομερίδιο — το βιολ. μεγάλο βλαστομερίδιο στον φυτικό πόλο τών αβγών, με ανισομερή αυλάκωση, που έχει συνήθως και το μεγαλύτερο ποσοστό λεκίθου … Dictionary of Greek
πολυσπερμία — Εισχώρηση περισσότερων από ένα σπερματοζωαρίων μέσα στο ώριμο ωάριο (αλλιώς υπεργονιμοποίηση). Κανονικά, το ώριμο ωάριο γονιμοποιείται με την είσοδο στο εσωτερικό του ενός μόνο σπερματοζωαρίου. Το γονιμοποιημένο ωό περιβάλλεται αμέσως από μια… … Dictionary of Greek
τελολεκιθικός — ή, ό, και τελολέκιθος, η, ο, Ν βιολ. αβγό που έχει μεγάλη ποσότητα λεκίθου και ένα επιφανειακό έμβρυο και το οποίο απαντά συνήθως στα κεφαλόποδα, στα ψάρια, στα ερπετά και στα πουλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. telolecithal (< τέλος + … Dictionary of Greek
ζωικός πόλος — Ζ.π. χαρακτηρίζεται η περιοχή του ωαρίου στην οποία βρίσκεται ο θηλυκός πυρήνας, σε αντιδιαστολή προς τον φυτικό πόλο στον οποίο συγκεντρώνονται τα τροφικά συστατικά του ωαρίου, από τα οποία το σημαντικότερο είναι η λέκιθος. Είναι προφανές ότι ο… … Dictionary of Greek